κοάλεμος

κοάλεμος
κοάλεμος [ᾱ], ,
A stupid fellow, booby, Ar.Eq.198, Aeschin.Socr.16; addressed as a god or demon, Ar.Eq.221; nickname of the grandfather of Cimon, Plu.Cim.4. (From κοέω, ἠλεός acc. to Sch.Ar.Eq. 198, cf. Tim.Lex., etc.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοάλεμος — κοάλεμος, ὁ (Α) ανόητος, ηλίθιος, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. ξεν. προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη, προέρχεται από θ. κο (προϊόν ονοματοποιίας) + κατάλ. άλεμος, σκοτεινής προελεύσεως, πού μαρτυρείται επίσης στη λ. ι… …   Dictionary of Greek

  • κοάλεμος — κοά̱λεμος , κοάλεμος stupid fellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοαλέμου — κοᾱλέμου , κοάλεμος stupid fellow masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοαλέμῳ — κοᾱλέμῳ , κοάλεμος stupid fellow masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοάλεμοι — κοά̱λεμοι , κοάλεμος stupid fellow masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοάλεμον — κοά̱λεμον , κοάλεμος stupid fellow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”